Ετυμολογία

επεξεργασία
σιτοπομπία < σῖτος πέμπω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σιτοπομπία θηλυκό

  1. η μεταφορά σίτου υπο συνοδεία
  2. ο εφοδιασμός με σιτηρά

Συγγενικά

επεξεργασία