Ετυμολογία

επεξεργασία
σιτοπομπός < σῖτος πέμπω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σιτοπομπός αρσενικό

  • ο μεταφορέας σίτου, ο αποστολέας σίτου
σιτοπομπός ἀπὸ τῆς Αἰγύπτου


Συγγενικά

επεξεργασία

σιτοπομπία