Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σιμωνιακά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου σιμωνιακός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σιμωνιακά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  • εκκλησιαστικό σκάνδαλο του 1875 σχετικό με τη δωροδοκία υπουργών από υποψήφιους μητροπολίτες

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

σιμωνιακά