σιελ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σιελ < (λόγιο δάνειο) γαλλική bleu ciel < λατινική caelum
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
σιελ άκλιτο
- που έχει χρώμα σιελ
Ουσιαστικό επεξεργασία
σιελ ουδέτερο άκλιτο
Άλλες γραφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
σιελ
|