σημαιοστολισμένων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίασημαιοστολισμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του σημαιοστολισμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του σημαιοστολισμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του σημαιοστολισμένος