σενσέι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σενσέι < (άμεσο δάνειο) ιαπωνική 先生 (sensei)
Ουσιαστικό επεξεργασία
σενσέι αρσενικό άκλιτο
- ο δάσκαλος στην ιαπωνική γλώσσα, τιμητικός τίτλος για κάποιον που κατέχει άριστα κάποια τέχνη και μπορεί να τη διδάξει· λέγεται συχνά για τις πολεμικές τέχνες