σειραδιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σειραδιάζω < σειράδιο + -άζω < ελληνιστική κοινή σειράδιον[1] < αρχαία ελληνική σειρά
Ρήμα
επεξεργασίασειραδιάζω
- (ναυτικός όρος) δένω με σειράδιο
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σειραδιάζω | σειράδιαζα | θα σειραδιάζω | να σειραδιάζω | σειραδιάζοντας | |
β' ενικ. | σειραδιάζεις | σειράδιαζες | θα σειραδιάζεις | να σειραδιάζεις | σειράδιαζε | |
γ' ενικ. | σειραδιάζει | σειράδιαζε | θα σειραδιάζει | να σειραδιάζει | ||
α' πληθ. | σειραδιάζουμε | σειραδιάζαμε | θα σειραδιάζουμε | να σειραδιάζουμε | ||
β' πληθ. | σειραδιάζετε | σειραδιάζατε | θα σειραδιάζετε | να σειραδιάζετε | σειραδιάζετε | |
γ' πληθ. | σειραδιάζουν(ε) | σειράδιαζαν σειραδιάζαν(ε) |
θα σειραδιάζουν(ε) | να σειραδιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σειράδιασα | θα σειραδιάσω | να σειραδιάσω | σειραδιάσει | ||
β' ενικ. | σειράδιασες | θα σειραδιάσεις | να σειραδιάσεις | σειράδιασε | ||
γ' ενικ. | σειράδιασε | θα σειραδιάσει | να σειραδιάσει | |||
α' πληθ. | σειραδιάσαμε | θα σειραδιάσουμε | να σειραδιάσουμε | |||
β' πληθ. | σειραδιάσατε | θα σειραδιάσετε | να σειραδιάσετε | σειραδιάστε | ||
γ' πληθ. | σειράδιασαν σειραδιάσαν(ε) |
θα σειραδιάσουν(ε) | να σειραδιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω σειραδιάσει | είχα σειραδιάσει | θα έχω σειραδιάσει | να έχω σειραδιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις σειραδιάσει | είχες σειραδιάσει | θα έχεις σειραδιάσει | να έχεις σειραδιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει σειραδιάσει | είχε σειραδιάσει | θα έχει σειραδιάσει | να έχει σειραδιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε σειραδιάσει | είχαμε σειραδιάσει | θα έχουμε σειραδιάσει | να έχουμε σειραδιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε σειραδιάσει | είχατε σειραδιάσει | θα έχετε σειραδιάσει | να έχετε σειραδιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν σειραδιάσει | είχαν σειραδιάσει | θα έχουν σειραδιάσει | να έχουν σειραδιάσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία σειραδιάζω
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σειράδιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Πηγές
επεξεργασία- σειραδιάζω - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)