Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σαρακοστίζω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
σαρακοστίζω
<
σαρακοστή
+
-ίζω
Ρήμα
επεξεργασία
σαρακοστίζω
ακολουθώ τη
νηστεία
της
σαρακοστής
νηστεύω
, τρώω μόνο
σαρακοστιανά
Συνώνυμα
επεξεργασία
τεσσαρακοστίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σαρακοστίζω