Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σαρακοστίζω < σαρακοστή + -ίζω

  Ρήμα επεξεργασία

σαρακοστίζω

  1. ακολουθώ τη νηστεία της σαρακοστής
  2. νηστεύω, τρώω μόνο σαρακοστιανά

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία