σαμπανιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίασαμπανιάζω
- δένω ένα αντικείμενο με σαμπάνι, για να το έλξω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σαμπανιάζω | σαμπάνιαζα | θα σαμπανιάζω | να σαμπανιάζω | σαμπανιάζοντας | |
β' ενικ. | σαμπανιάζεις | σαμπάνιαζες | θα σαμπανιάζεις | να σαμπανιάζεις | σαμπάνιαζε | |
γ' ενικ. | σαμπανιάζει | σαμπάνιαζε | θα σαμπανιάζει | να σαμπανιάζει | ||
α' πληθ. | σαμπανιάζουμε | σαμπανιάζαμε | θα σαμπανιάζουμε | να σαμπανιάζουμε | ||
β' πληθ. | σαμπανιάζετε | σαμπανιάζατε | θα σαμπανιάζετε | να σαμπανιάζετε | σαμπανιάζετε | |
γ' πληθ. | σαμπανιάζουν(ε) | σαμπάνιαζαν σαμπανιάζαν(ε) |
θα σαμπανιάζουν(ε) | να σαμπανιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σαμπάνιασα | θα σαμπανιάσω | να σαμπανιάσω | σαμπανιάσει | ||
β' ενικ. | σαμπάνιασες | θα σαμπανιάσεις | να σαμπανιάσεις | σαμπάνιασε | ||
γ' ενικ. | σαμπάνιασε | θα σαμπανιάσει | να σαμπανιάσει | |||
α' πληθ. | σαμπανιάσαμε | θα σαμπανιάσουμε | να σαμπανιάσουμε | |||
β' πληθ. | σαμπανιάσατε | θα σαμπανιάσετε | να σαμπανιάσετε | σαμπανιάστε | ||
γ' πληθ. | σαμπάνιασαν σαμπανιάσαν(ε) |
θα σαμπανιάσουν(ε) | να σαμπανιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω σαμπανιάσει | είχα σαμπανιάσει | θα έχω σαμπανιάσει | να έχω σαμπανιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις σαμπανιάσει | είχες σαμπανιάσει | θα έχεις σαμπανιάσει | να έχεις σαμπανιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει σαμπανιάσει | είχε σαμπανιάσει | θα έχει σαμπανιάσει | να έχει σαμπανιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε σαμπανιάσει | είχαμε σαμπανιάσει | θα έχουμε σαμπανιάσει | να έχουμε σαμπανιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε σαμπανιάσει | είχατε σαμπανιάσει | θα έχετε σαμπανιάσει | να έχετε σαμπανιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν σαμπανιάσει | είχαν σαμπανιάσει | θα έχουν σαμπανιάσει | να έχουν σαμπανιάσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία σαμπανιάζω
|