Ετυμολογία

επεξεργασία
σαιζόν: σεζόν, με παρωχημένη μεταγραφή του ⟨ai⟩ σε ⟨αι⟩ κατά το (άμεσο δάνειο) γαλλική saison

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /seˈzon/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σε‐ζόν

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σαιζόν θηλυκό άκλιτο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία