Ψήσιμο πίτας (gözleme) πάνω σε σάτζιη (sac).

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σάτζιη < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική ساج (sac, φύλλο μετάλλου, μεταλλικό σκεύος) (τουρκικά sac) [1] < πρωτοτουρκική *siāč

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈsa.t͡ʃi/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σάτζιη θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Σημειώσεις

επεξεργασία
  • Οι πίτες που φτιάχνονται πάνω στη σάτζιη, αποκαλούνται «καττιμέρια της σάτζιης».
  • Πάνω στη σάτζιη έψηναν επίσης

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Γιαγκουλλής, Κωνσταντίνος Γ. (2005). Θησαυρός Κυπριακής Διαλέκτου: Ερμηνευτικός και ετυμολογικός της Μεσαιωνικής και Νεότερης Κυπριακής (B' έκδοση). σελ. 466.