Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σάμπως < σαν πως

  Επίρρημα επεξεργασία

σάμπως

  1. (ερωτηματικό, για να υπονοηθεί αρνητική απάντηση) μήπως
    Σάμπως και τον είδα τώρα τελευταία;
  2. (για να δηλωθεί βεβαιότητα -όχι απόλυτη- ή υποψία), κατά κάποιο τρόπο, μάλλον
    Σάμπως και τα καταφέραμε τελικά.

  Μεταφράσεις επεξεργασία