Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
Τόκιο γκέισα με σάμισεν, περίπου 1870
 

  Ετυμολογία επεξεργασία

σάμισεν < (άμεσο δάνειο) ιαπωνική 三味線 (shamisen)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σάμισεν ουδέτερο άκλιτο

  Μεταφράσεις επεξεργασία