ρουμελιώτικα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ρουμελιώτικα < ουδέτερο του επιθέτου ρουμελιώτικος στον πληθυντικό
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ρουμελιώτικα αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό
- το σύνολο των νεοελληνικών διαλέκτων/ιδιωμάτων της Ρούμελης (Στερεάς Ελλάδας)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασία
ρουμελιώτικα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ρουμελιώτικο
Επίρρημα
επεξεργασία
ρουμελιώτικα
- χρησιμοποιώντας τη ρουμελιώτικη διάλεκτο