Ετυμολογία

επεξεργασία
ρουμελιώτικα < ουδέτερο του επιθέτου ρουμελιώτικος στον πληθυντικό

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ρουμελιώτικα αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό

Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

Επίρρημα

επεξεργασία

ρουμελιώτικα

  • χρησιμοποιώντας τη ρουμελιώτικη διάλεκτο