ριζίδιον
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ριζίδιον < ρίζ(α) + υποκοριστικό επίθημα -ίδιον
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ριζίδιον ουδέτερο
ΠηγέςΕπεξεργασία
- Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964). Μέγα λεξικόν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης. Αθήνα: Ελληνική Παιδεία. Α΄ έκδοση: 1930-1950.