ριέλ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɾiˈel/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρι‐έλ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαριέλ ουδέτερο άκλιτο
- (νόμισμα) η νομισματική μονάδα της Καμπότζης
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ριέλ
Πηγές
επεξεργασία- ριέλ - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)