Ετυμολογία

επεξεργασία
ρεβεράντζα < (άμεσο δάνειο) ιταλική reverenza

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ρεβεράντζα και ρεβερέντζα θηλυκό

  1. μεγάλη υπόκλιση που δείχνει σεβασμό
  2. (μεταφορικά) υποκριτική υπόκλιση σε κάποιον
    δε σταματάει τις ρεβεράντζες κάθε φορά που τον βλέπει

  Μεταφράσεις

επεξεργασία