ρεβεράντζα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ρεβεράντζα < (άμεσο δάνειο) ιταλική reverenza
Ουσιαστικό
επεξεργασίαρεβεράντζα και ρεβερέντζα θηλυκό
- μεγάλη υπόκλιση που δείχνει σεβασμό
- (μεταφορικά) υποκριτική υπόκλιση σε κάποιον
- δε σταματάει τις ρεβεράντζες κάθε φορά που τον βλέπει