ρακοπίνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαρακοπίνω, πρτ.: ρακόπινα, στο ενεστωτικό θέμα (χωρίς παθητική φωνή)
- (λαϊκότροπο) πίνω ρακί
- ※ Το βράδι καθόταν με την παρέα του και ρακοπίναν στον καφενέ του Κατραμάδου […] (Ασημάκης Πανσέληνος, Τότε που ζούσαμε)
Κλίση
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ρακοπίνω
|