πόρτις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πόρτις < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπόρτις, -ιος αρσενικό ή θηλυκό
- (θηλαστικό ζώο) μικρό μοσχάρι
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 5 (Ε. Διομήδους ἀριστεία.), στίχ. 162 (161-164)
- ὡς δὲ λέων ἐν βουσὶ θορὼν ἐξ αὐχένα ἄξῃ | πόρτιος ἠὲ βοός, ξύλοχον κάτα βοσκομενάων, | ὣς τοὺς ἀμφοτέρους ἐξ ἵππων Τυδέος υἱὸς | βῆσε κακῶς ἀέκοντας, ἔπειτα δὲ τεύχε᾽ ἐσύλα·
- Και ωσάν λιοντάρι που εις κοπήν βοδιών μέσα στον λόγγον | ορμά και από τον τράχηλον τραβά μοσχάρι ή ταύρον, | ομοίως απ᾽ την άμαξαν εκείνος και τους δύο | κακόσυρε και γύμνωσε νεκρούς·
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- ὡς δὲ λέων ἐν βουσὶ θορὼν ἐξ αὐχένα ἄξῃ | πόρτιος ἠὲ βοός, ξύλοχον κάτα βοσκομενάων, | ὣς τοὺς ἀμφοτέρους ἐξ ἵππων Τυδέος υἱὸς | βῆσε κακῶς ἀέκοντας, ἔπειτα δὲ τεύχε᾽ ἐσύλα·
- ※ 3ος πκε αιώνας ⌘ Θεόκριτος, Εἰδύλλια, Βουκολιασταί, στιχ. 76 (76-78)
- ἁδεῖ᾽ ἁ φωνὰ τᾶς πόρτιος, ἁδὺ τὸ πνεῦμα,
[ἁδὺ δὲ χὠ μόσχος γαρύεται, ἁδὺ δὲ χἀ βῶς,]
ἁδὺ δὲ τῶ θέρεος παρ᾽ ὕδωρ ῥέον αἰθριοκοιτεῖν.- Είναι γλυκό το μουγκρητό κι η ανάσα της γελάδας,
γλυκό είναι και το πλάγιασμα στη ρεματιά το θέρος. - Μετάφραση (1911), Ιωάννης Πολέμης @greek‑language.gr
- Είναι γλυκό το μουγκρητό κι η ανάσα της γελάδας,
- ἁδεῖ᾽ ἁ φωνὰ τᾶς πόρτιος, ἁδὺ τὸ πνεῦμα,
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 5 (Ε. Διομήδους ἀριστεία.), στίχ. 162 (161-164)
- (μεταφορικά) νεαρή κοπέλα
- ※ 4ος/3ος πκε αιώνας Λυκόφρων ο Χαλκιδεύς, Ἀλεξάνδρα, 102, @scaife.perseus
- καὶ τὴν ἄνυμφον πόρτιν ἁρπάσας λύκος,
- ※ 4ος/3ος πκε αιώνας Λυκόφρων ο Χαλκιδεύς, Ἀλεξάνδρα, 102, @scaife.perseus
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- πόρτις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πόρτις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.