Ετυμολογία

επεξεργασία
πυρ ομαδόν < πυρ + ομαδόν

  Έκφραση

επεξεργασία

πυρ ομαδόν

  1. ομαδικά πυρά, ομοβροντία
  2. υπό μορφή ομαδικών πυρών
  3. (μεταφορικά): κατηγορητήρια από πολλούς μαζί

  Μεταφράσεις

επεξεργασία