Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πτωκάς
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αρχαία ελληνικά
(grc)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
πτωκάς
<
πτώσσω
(φοβίζω)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πτωκάς
θηλυκό
,
γενική:
πτωκάδος
η δειλή, ζαρωμένη, φοβισμένη γυναίκα
εκείνη που ζητούσε
προστασία
, η
επαιτούσα
, η
ζητιάνα
Συγγενικά
επεξεργασία
πτωχός
φτωχός
πτώξ