Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πτοοῦμεν
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
πτοοῦμεν
α΄
πρόσωπο
πληθυντικού
οριστικής
ενεργητικού
ενεστώτα
του
πτοῶ
(
συνηρημένο
)
ασυναίρετη μορφή:
πτοέομεν
του
πτοέω
στα
νέα ελληνικά
:
πτοούμε