πτοούμε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ptoˈu.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πτο‐ού‐με
- ομόηχο: πτοούμαι
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαπτοούμε
- α΄ πρόσωπο πληθυντικού οριστικής ενεργητικού ενεστώτα του πτοώ
- παλιότερη μορφή: πτοοῦμεν