Ετυμολογία

επεξεργασία
πρῳζός < πρωί

  Επίθετο

επεξεργασία

πρῳζός, ή, όν ( & πρωιζός αλλά όχι στους Αττικούς)

  1. πρωινός
  2. κατ' άλλους προχτεσινός ή χτεσινός και κατ' άλλους της "προηγουμένης" (δηλαδή της μέρας που προηγείτο κάποιας άλλης, ίσως της σημερινής, άρα χτεσινός, ίσως της χτεσινής, άρα προχτεσινός, ίσως και σήμαινε το σημερινό προάλλες)
    χθιζά τε καὶ πρωΐζ᾽ ὅτ᾽ ἐς Αὐλίδα νῆες Ἀχαιῶν ἠγερέθοντο : σαν να ήταν χτες και προχτές που τα καράβια των Αχαιών άρχισαν να μαζεύονται στην Αυλίδα

Συνώνυμα

επεξεργασία
για την έννοια πρωινός και όχι προτεραία