πρωτύτερων
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
πρωτύτερων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του πρωτύτερος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του πρωτύτερος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του πρωτύτερος
πρωτύτερων