πρωτόχρονων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαπρωτόχρονων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του πρωτόχρονος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του πρωτόχρονος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του πρωτόχρονος
πρωτόχρονων