Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πρωταρχίζω < πρώτος + αρχίζω

  Ρήμα επεξεργασία

πρωταρχίζω

  1. κάνω κάτι για πρώτη φορά
  2. κάνω την αρχή, είμαι ο πρώτος που κάνει κάτι


Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία