Ετυμολογία

επεξεργασία
προύμυτα < μεσαιωνική ελληνική προύμυτα[1] [2] / μπρούμυτα / μπρόμυτα / ομπρούμουττα / προύμουτα / προύμουττα / πρώμυτα / προύμιτω < πρόμυτα < πρό + μύτη < αρχαία ελληνική μύτις / μύσσω / μύττω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈpɾu.mi.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πρού‐μυ‐τα

  Επίρρημα

επεξεργασία

προύμυτα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. μπρούμυτα Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα]. 
  2. πρόμυτα - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)