προϊστορικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαπροϊστορικά < προϊστορικός + -ά
Επίρρημα
επεξεργασίαπροϊστορικά
- κατά τη διάρκεια της προϊστορικής περιόδου
Μεταφράσεις
επεξεργασία προϊστορικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαπροϊστορικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του προϊστορικό