προτονίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαπροτονίζω
- (ναυτικός όρος) δένω το ιστίο με προτόνους
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | προτονίζω | προτόνιζα | θα προτονίζω | να προτονίζω | προτονίζοντας | |
β' ενικ. | προτονίζεις | προτόνιζες | θα προτονίζεις | να προτονίζεις | προτόνιζε | |
γ' ενικ. | προτονίζει | προτόνιζε | θα προτονίζει | να προτονίζει | ||
α' πληθ. | προτονίζουμε | προτονίζαμε | θα προτονίζουμε | να προτονίζουμε | ||
β' πληθ. | προτονίζετε | προτονίζατε | θα προτονίζετε | να προτονίζετε | προτονίζετε | |
γ' πληθ. | προτονίζουν(ε) | προτόνιζαν προτονίζαν(ε) |
θα προτονίζουν(ε) | να προτονίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | προτόνισα | θα προτονίσω | να προτονίσω | προτονίσει | ||
β' ενικ. | προτόνισες | θα προτονίσεις | να προτονίσεις | προτόνισε | ||
γ' ενικ. | προτόνισε | θα προτονίσει | να προτονίσει | |||
α' πληθ. | προτονίσαμε | θα προτονίσουμε | να προτονίσουμε | |||
β' πληθ. | προτονίσατε | θα προτονίσετε | να προτονίσετε | προτονίστε | ||
γ' πληθ. | προτόνισαν προτονίσαν(ε) |
θα προτονίσουν(ε) | να προτονίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω προτονίσει | είχα προτονίσει | θα έχω προτονίσει | να έχω προτονίσει | ||
β' ενικ. | έχεις προτονίσει | είχες προτονίσει | θα έχεις προτονίσει | να έχεις προτονίσει | ||
γ' ενικ. | έχει προτονίσει | είχε προτονίσει | θα έχει προτονίσει | να έχει προτονίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε προτονίσει | είχαμε προτονίσει | θα έχουμε προτονίσει | να έχουμε προτονίσει | ||
β' πληθ. | έχετε προτονίσει | είχατε προτονίσει | θα έχετε προτονίσει | να έχετε προτονίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν προτονίσει | είχαν προτονίσει | θα έχουν προτονίσει | να έχουν προτονίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία προτονίζω
|