προσηλιασμένων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίαπροσηλιασμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του προσηλιασμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του προσηλιασμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του προσηλιασμένος