προπατορικό αμάρτημα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- προπατορικό αμάρτημα < → δείτε τις λέξεις προπατορικό και αμάρτημα
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
προπατορικό αμάρτημα ουδέτερο
- (θρησκεία) το αμάρτημα των πρωτοπλάστων, στον κήπο της Εδέμ, που σύμφωνα με την ΠΔ φέρεται να μη το είχε προβλέψει ο Γιαχβέ
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
προπατορικό αμάρτημα
|