προπαραγγέλνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προπαραγγέλνω < προ- + παραγγέλνω ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική preorder)
Ρήμα
επεξεργασίαπροπαραγγέλνω θηλυκό
- (νεολογισμός) παραγγέλνω κάποιο προϊόν πριν διατεθεί προς πώληση
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία προπαραγγέλνω