Ετυμολογία

επεξεργασία
προικοδότησις < προικοδοτῶ (κλίση -έω), προικοδοτη- + -σις (-ησις)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

προικοδότησις θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη προίξ