προικιάτικων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαπροικιάτικων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του προικιάτικος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του προικιάτικος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του προικιάτικος