προειδοποιητικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαπροειδοποιητικά < προειδοποιητικός + -ά
Επίρρημα
επεξεργασίαπροειδοποιητικά
- υποστηρίζει ότι πυροβόλησε προειδοποιητικά στον αέρα
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία προειδοποιητικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαπροειδοποιητικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του προειδοποιητικό