Ετυμολογία

επεξεργασία
πρεσβευτικώς < ελληνιστική κοινή πρεσβευτικῶς[1] < πρεσβευτικός < αρχαία ελληνική πρεσβεύω

  Επίρρημα

επεξεργασία

πρεσβευτικώς

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • πρεσβευτικώς - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)
  1. πρεσβευτικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.