Ετυμολογία

επεξεργασία

πορφυρώνω < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική πορφυρ(ῶ)/(όω) + -ώνω < πορφύρα[1]

πορφυρώνω, αόρ.: πορφύρωσα

Tης αγάπης αίματα   *   με πορφύρωσαν
Kαι χαρές ανείδωτες * με σκιάσανε
Oξειδώθηκα μες στη * νοτιά
  * των ανθρώπων
Μακρινή Μητέρα * Pόδο μου Aμάραντο

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη πορφύρα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.