Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πορφυρίζω < (ελληνιστική κοινήπορφυρίζω < αρχαία ελληνική πορφύρα

  Ρήμα επεξεργασία

πορφυρίζω

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία