πορφυρίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πορφυρίζω < (ελληνιστική κοινή) πορφυρίζω < αρχαία ελληνική πορφύρα
Ρήμα
επεξεργασίαπορφυρίζω
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη πορφύρα
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πορφυρίζω | πορφύριζα | θα πορφυρίζω | να πορφυρίζω | πορφυρίζοντας | |
β' ενικ. | πορφυρίζεις | πορφύριζες | θα πορφυρίζεις | να πορφυρίζεις | πορφύριζε | |
γ' ενικ. | πορφυρίζει | πορφύριζε | θα πορφυρίζει | να πορφυρίζει | ||
α' πληθ. | πορφυρίζουμε | πορφυρίζαμε | θα πορφυρίζουμε | να πορφυρίζουμε | ||
β' πληθ. | πορφυρίζετε | πορφυρίζατε | θα πορφυρίζετε | να πορφυρίζετε | πορφυρίζετε | |
γ' πληθ. | πορφυρίζουν(ε) | πορφύριζαν πορφυρίζαν(ε) |
θα πορφυρίζουν(ε) | να πορφυρίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πορφύρισα | θα πορφυρίσω | να πορφυρίσω | πορφυρίσει | ||
β' ενικ. | πορφύρισες | θα πορφυρίσεις | να πορφυρίσεις | πορφύρισε | ||
γ' ενικ. | πορφύρισε | θα πορφυρίσει | να πορφυρίσει | |||
α' πληθ. | πορφυρίσαμε | θα πορφυρίσουμε | να πορφυρίσουμε | |||
β' πληθ. | πορφυρίσατε | θα πορφυρίσετε | να πορφυρίσετε | πορφυρίστε | ||
γ' πληθ. | πορφύρισαν πορφυρίσαν(ε) |
θα πορφυρίσουν(ε) | να πορφυρίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω πορφυρίσει | είχα πορφυρίσει | θα έχω πορφυρίσει | να έχω πορφυρίσει | ||
β' ενικ. | έχεις πορφυρίσει | είχες πορφυρίσει | θα έχεις πορφυρίσει | να έχεις πορφυρίσει | ||
γ' ενικ. | έχει πορφυρίσει | είχε πορφυρίσει | θα έχει πορφυρίσει | να έχει πορφυρίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε πορφυρίσει | είχαμε πορφυρίσει | θα έχουμε πορφυρίσει | να έχουμε πορφυρίσει | ||
β' πληθ. | έχετε πορφυρίσει | είχατε πορφυρίσει | θα έχετε πορφυρίσει | να έχετε πορφυρίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν πορφυρίσει | είχαν πορφυρίσει | θα έχουν πορφυρίσει | να έχουν πορφυρίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία πορφυρίζω
|