Ετυμολογία

επεξεργασία
πορνοστάρ < αγγλική pornostar

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πορνοστάρ αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο

  1. (επάγγελμα) πρωταγωνιστήςπρωταγωνίστρια) σε ταινία πορνό
  2. (κατ’ επέκταση) κάθε ηθοποιός που παίρνει μέρος σε πορνό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία