Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πορνοστάρ < αγγλική pornostar

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πορνοστάρ αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο

  1. (επάγγελμα) πρωταγωνιστήςπρωταγωνίστρια) σε ταινία πορνό
  2. (κατ’ επέκταση) κάθε ηθοποιός που παίρνει μέρος σε πορνό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία