Ετυμολογία

επεξεργασία
πονζέ < γαλλική pongé < αγγλική pongee (ˈpɑnd͡ʒi) < κινεζική μανδαρίνικη 繭綢 (jiǎnchóu)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πονζέ ουδέτερο άκλιτο

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • Pongee στην αγγλική Βικιπαίδεια  

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • πονζέΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  • πονζέ - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)