πομπάρω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πομπάρω < πόμπα
Ρήμα
επεξεργασίαπομπάρω
- (ναυτικός όρος, ιδιωματισμός) αντλώ
- χειρίζομαι αντλία
- {αργκό),(χυδαίο): μαλακίζομαι (που εκλαμβάνεται από την κίνηση των εμβόλων της παλινδρομικής αντλίας)
Μεταφράσεις
επεξεργασία πομπάρω
|