Ετυμολογία

επεξεργασία
πομπάρω < πόμπα

πομπάρω

  1. (ναυτικός όρος, ιδιωματισμός) αντλώ
  2. χειρίζομαι αντλία
  3. {αργκό),(χυδαίο): μαλακίζομαι (που εκλαμβάνεται από την κίνηση των εμβόλων της παλινδρομικής αντλίας)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία