πολική αρκούδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Πολυλεκτικός όρος
επεξεργασία
πολική αρκούδα θηλυκό
- (θηλαστικό ζώο) είδος αρκούδας που ζει στην Αρκτική
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πολική αρκούδα