Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 

  Ετυμολογία επεξεργασία

πολική αρκούδα < πολικός + αρκούδα

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

πολική αρκούδα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία