Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ποινικοποιούμαι < παθητική φωνή του ρήματος ποινικοποιώ

  Ρήμα επεξεργασία

ποινικοποιούμαι (στο τρίτο πρόσωπο)

  • για ενέργειες που δεν ενέπιπταν στο κοινό ποινικό δίκαιο, αλλά περιλήφθηκαν σε αυτό και θεωρούνται στο εξής ποινικά κολάσιμες
  • ποινικοποιήθηκε και η σκέψη

Κλίση επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία