πνευματωδώς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πνευματωδώς < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα πνευματωδῶς < πνευματώδ(ης) + -ῶς > -ώς
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pnev.ma.toˈðos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πνευ‐μα‐τω‐δώς
Επίρρημα
επεξεργασίαπνευματωδώς
- (παρωχημένο) ευφυώς, με πνεύμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία πνευματωδώς
|
Πηγές
επεξεργασία- πνευματωδώς — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
- πνευματωδῶς σελ.5902 - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)