πλάθομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πλάθομαι < παθητική φωνή του ρήματος πλάθω
Ρήμα
επεξεργασίαπλάθομαι
- με πλάθουν.
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πλάθομαι | πλαθόμουν(α) | θα πλάθομαι | να πλάθομαι | ||
β' ενικ. | πλάθεσαι | πλαθόσουν(α) | θα πλάθεσαι | να πλάθεσαι | πλάθου | |
γ' ενικ. | πλάθεται | πλαθόταν(ε) | θα πλάθεται | να πλάθεται | ||
α' πληθ. | πλαθόμαστε | πλαθόμαστε πλαθόμασταν |
θα πλαθόμαστε | να πλαθόμαστε | ||
β' πληθ. | πλάθεστε | πλαθόσαστε πλαθόσασταν |
θα πλάθεστε | να πλάθεστε | πλάθεστε | |
γ' πληθ. | πλάθονται | πλάθονταν πλαθόντουσαν |
θα πλάθονται | να πλάθονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πλάστηκα | θα πλαστώ | να πλαστώ | πλαστεί | ||
β' ενικ. | πλάστηκες | θα πλαστείς | να πλαστείς | πλάσου | ||
γ' ενικ. | πλάστηκε | θα πλαστεί | να πλαστεί | |||
α' πληθ. | πλαστήκαμε | θα πλαστούμε | να πλαστούμε | |||
β' πληθ. | πλαστήκατε | θα πλαστείτε | να πλαστείτε | πλαστείτε | ||
γ' πληθ. | πλάστηκαν πλαστήκαν(ε) |
θα πλαστούν(ε) | να πλαστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω πλαστεί | είχα πλαστεί | θα έχω πλαστεί | να έχω πλαστεί | πλασμένος | |
β' ενικ. | έχεις πλαστεί | είχες πλαστεί | θα έχεις πλαστεί | να έχεις πλαστεί | ||
γ' ενικ. | έχει πλαστεί | είχε πλαστεί | θα έχει πλαστεί | να έχει πλαστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε πλαστεί | είχαμε πλαστεί | θα έχουμε πλαστεί | να έχουμε πλαστεί | ||
β' πληθ. | έχετε πλαστεί | είχατε πλαστεί | θα έχετε πλαστεί | να έχετε πλαστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν πλαστεί | είχαν πλαστεί | θα έχουν πλαστεί | να έχουν πλαστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι πλασμένος - είμαστε, είστε, είναι πλασμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν πλασμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν πλασμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι πλασμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι πλασμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι πλασμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι πλασμένοι |