Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πιτσιλάω < πιτσιλίζω +

  Ρήμα επεξεργασία

πιτσιλάω (παθητική φωνή: πιτσιλιέμαι)

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία