Ετυμολογία

επεξεργασία
πισώπλατα < πισώ- + πλάτη +

  Επίρρημα

επεξεργασία

πισώπλατα

  1. πίσω από την (ή στην) πλάτη
  2. (μεταφορικά) ύπουλα, δόλια

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία