πιντέλλιν
Ετυμολογία
επεξεργασία- πιντέλλιν < (άμεσο δάνειο) παλαιά γαλλική bendelle ή (άμεσο δάνειο) ιταλική bindèlla (< βενετική bindèlo)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπιντέλλιν ουδέτερο
- κομμάτι υφάσματος που τοποθετείται γύρω από τα μάτια για το δέσιμό τους
- ※ 16ος αιώνας, Κυπριακά ερωτικά ποιήματα (1546-1570), ανωνύμου, ποίημα 46, στ. 1 (1-4) στο ⌘ Émile Legrand, (επιμ.), Bibliothèque grecque vulgaire, Τόμος 2 @books.google.gr
- Ἔβγαλε, πόθε, κεῖνον τὸ πιντέλλιν,
κʼ ἤτζου τυφλὰ τινὰν πγειὸν μὲν δοξεύγῃς·
μηδὲν γινίσκεσαι τυφλὸν κοπέλλιν,
καὶ, δίχα νὰ θωρῇς, πγειὸν μὲν παγιδεύγῃς·
- Ἔβγαλε, πόθε, κεῖνον τὸ πιντέλλιν,
- ※ 16ος αιώνας, Κυπριακά ερωτικά ποιήματα (1546-1570), ανωνύμου, ποίημα 46, στ. 1 (1-4) στο ⌘ Émile Legrand, (επιμ.), Bibliothèque grecque vulgaire, Τόμος 2 @books.google.gr
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- σελ.294, Τόμος 16 - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.