Δείτε επίσης: Περκάλη

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

περκάλι < γαλλική percale < γαλλική percaline < γαλλική percallen < περσική پرگاله (pārgālā - πολύ λεπτό ύφασμα)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

περκάλι ουδέτερο άκλιτο

  • (ύφασμα) λεπτό ύφασμα, συνήθως για σεντόνια ή πουκάμισα, είτε από βαμβάκι, είτε από μίγμα βαμβακιού - πολυεστέρα
    ※  Το πανωφόρι σκέπαζε πίσω σχεδόν ολόκληρη την μακριά πολύπτυχη φουστανέλλα από άσπρο περκάλι. (Κυριάκος Σιμόπουλος, Πως είδαν οι ξένοι την Ελλάδα του '21, 1979, σελ. 301)
    ※  Μαξιλάρι ύπνου με κάλυμμα από βαμβακερό περκάλι και γέμισμα από... (από εμπορική ιστοσελιδα, ανακτήθηκε στις 4/2/2024)


Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία